- τετράκι
- τετράκιςfour timespoetic indeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετράκι — Α επίρρ. βλ. τετράκις … Dictionary of Greek
τέτρακι — τέτραξ wild birds masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισχιλίων — τετρακῑσχιλίων , τετρακισχίλιοι four thousand fem gen pl τετρακῑσχιλίων , τετρακισχίλιοι four thousand masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισχιλίας — τετρακῑσχιλίᾱς , τετρακισχίλιοι four thousand fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισχιλίοις — τετρακῑσχιλίοις , τετρακισχίλιοι four thousand masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισχιλίους — τετρακῑσχιλίους , τετρακισχίλιοι four thousand masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισχίλια — τετρακῑσχίλια , τετρακισχίλιοι four thousand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισχίλιαι — τετρακῑσχίλιαι , τετρακισχίλιοι four thousand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισχίλιοι — τετρακῑσχίλιοι , τετρακισχίλιοι four thousand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράκις — ΝΜΑ, και τετράκι και τετράκιν Α επίρρ. (στη νεοελλ. λόγιος τ.) τέσσερεις φορές («τετράκις ἔλεγον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * επιρρμ. κατάλ. άκις / άκι (πρβλ. πεντ άκις)] … Dictionary of Greek